καθοσίωση

καθοσίωση
η
1. καθιέρωση, αφιέρωση.
2. σπουδαίο γεγονός.
3. φρ., «έγκλημα καθοσιώσεως», το έγκλημα της έσχατης προδοσίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καθοσίωση — η (AM καθοσίωσις) [καθοσιῶ] 1. η αφιέρωση («καθοσίωσις ἀγαλμάτων», Πολυδ.) 2. μεγάλο παράπτωμα, η εσχάτη προδοσία («έγκλημα καθοσιώσεως») αρχ. 1. αφοσίωση, αγάπη με αφοσίωση, πίστη, λατρεία 2. φρ. (ως τίτλος αυτοκρατορικών λειτουργιών) «ἡ ἐμὴ… …   Dictionary of Greek

  • αφιέρωση — η (AM ἀφιέρωσις) [αφιερώ] προσφορά αφιερώματος νεοελλ. 1. τιμητική προσφορά βιβλίου από τον ίδιο τον συγγραφέα σε πρόσωπο που τιμά καθώς και η αναγραφή της στην πρώτη σελίδα του αρχ. (καθ)αγιασμός, καθοσίωση …   Dictionary of Greek

  • καθιέρευσις — καθιέρευσις, ἡ (Α) [καθιερεύω] καθαγίαση, καθοσίωση, θεοποίηση («ζῴων καθιερεύσεις», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”